Greek Meaning of cashiered
απολυμένος
Other Greek words related to απολυμένος
- απολυμένος
- απολυμένος
- αφαιρέθηκε
- συνταξιούχος
- απολύθηκε
- κομμένο
- κονσέρβα
- εκφορτισμένος
- απολύθηκε
- απολύθηκε
- κυκλοφόρησε
- λήξη
- εκκίνηση (εκτός)
- αναπήδησε
- (πεταμένος έξω)
- περιορισμένο
- εκδιωγμένος
- υπερβολικός
- σε αναστολή εργασίας
- πεταμένος έξω
- απολύω
- έστειλε συσκευασία
- διαχωρισμένος
- Δείχνω (κάποιον) την πόρτα
- Πέταξε
- κομμένος
- απενεργοποιημένο
- απορριφθείς
Nearest Words of cashiered
- cashed in (on) => εκμεταλλεύομαι (μια ευκαιρία)
- cash in (on) => εκμεταλλεύομαι
- casettes => κασέτες
- casette => κασέτα
- cases => περιπτώσεις
- case-hardening => επιφανειακή σκλήρυνση
- case-harden => Επιφανειακή σκλήρυνση
- casebooks => Συλλογές υποθέσεων
- case studies => μελέτες περίπτωσης
- case histories => Ιστορικό ασθενούς
Definitions and Meaning of cashiered in English
cashiered
to work in a store as a cashier, one who collects and records payments, one that has charge of money, an employee (as in a store) who handles monetary transactions, to dismiss dishonorably, reject, discard, an employee of a store or restaurant who receives and records payments made by customers, to dismiss in disgrace, to remove from a job, to dismiss from service, a high officer in a bank or trust company responsible for moneys received and expended, an officer of a bank who is responsible for all money received and paid out
FAQs About the word cashiered
απολυμένος
to work in a store as a cashier, one who collects and records payments, one that has charge of money, an employee (as in a store) who handles monetary transacti
απολυμένος,απολυμένος,αφαιρέθηκε,συνταξιούχος,απολύθηκε,κομμένο,κονσέρβα,εκφορτισμένος,απολύθηκε,απολύθηκε
εργαζόμενος,αρραβωνιασμένος,μισθωμένος,Διατηρημένα,υπογεγραμμένο (πάνω ή σε),συμφωνημένο,κράτησε,επαναπροσληφθείς,επαναπροσλήφθηκε,ανέλαβε
cashed in (on) => εκμεταλλεύομαι (μια ευκαιρία), cash in (on) => εκμεταλλεύομαι, casettes => κασέτες, casette => κασέτα, cases => περιπτώσεις,