Greek Meaning of cashed in (on)

εκμεταλλεύομαι (μια ευκαιρία)

Other Greek words related to εκμεταλλεύομαι (μια ευκαιρία)

Definitions and Meaning of cashed in (on) in English

cashed in (on)

No definition found for this word.

FAQs About the word cashed in (on)

εκμεταλλεύομαι (μια ευκαιρία)

κακοποιημένος,εκμεταλλευόμενος (σε),εκμεταλλευμένος,Επιβλημένος (σε ή σε),μόχλευση,χειραγωγημένος,παίζεται (πάνω ή πάνω του),προς διαπραγμάτευση στο,χρησιμοποιημένο,πάτησε

No antonyms found.

cash in (on) => εκμεταλλεύομαι, casettes => κασέτες, casette => κασέτα, cases => περιπτώσεις, case-hardening => επιφανειακή σκλήρυνση,