Greek Meaning of leveraged
μόχλευση
Other Greek words related to μόχλευση
- κακοποιημένος
- εκμεταλλευμένος
- χειραγωγημένος
- χρησιμοποιημένο
- εκμεταλλευόμενος (σε)
- εκμεταλλεύομαι (μια ευκαιρία)
- Απατημένος
- Επιβλημένος (σε ή σε)
- αμέλξε
- νταβατζής
- παίζεται (πάνω ή πάνω του)
- προς διαπραγμάτευση στο
- πάτησε
- εργάστηκε
- σφυρηλατημένο
- αιμορραγία
- εμπορευματοποιημένα
- εμπορευματοποιημένο
- κουρεμένος
- σπαρταρά
- κακοποιημένος
- Υπερφορτωμένος
- γδαρμένος
- βρεγμένος
- κολλημένος
Nearest Words of leveraged
- levels => επίπεδα
- levelheadedness => ψυχραιμία
- levees => αναχώματα
- letting up (on) => αφήνοντας (πάνω)
- letting up => χαλαρώνω
- letting the cat out of the bag (about) => ξεφτιλίζω ένα μυστικό
- letting someone know => ενημέρωση κάποιου
- letting on (about) => αποκαλύπτω
- letting on => αφήνοντας
- lets up => ας το αφήσουμε
Definitions and Meaning of leveraged in English
leveraged
made with borrowed money that is secured by the assets of the company bought, having a high proportion of debt relative to equity
FAQs About the word leveraged
μόχλευση
made with borrowed money that is secured by the assets of the company bought, having a high proportion of debt relative to equity
κακοποιημένος,εκμεταλλευμένος,χειραγωγημένος,χρησιμοποιημένο,εκμεταλλευόμενος (σε),εκμεταλλεύομαι (μια ευκαιρία),Απατημένος,Επιβλημένος (σε ή σε),αμέλξε,νταβατζής
No antonyms found.
levels => επίπεδα, levelheadedness => ψυχραιμία, levees => αναχώματα, letting up (on) => αφήνοντας (πάνω), letting up => χαλαρώνω,