Greek Meaning of commodified
εμπορευματοποιημένο
Other Greek words related to εμπορευματοποιημένο
- κακοποιημένος
- εμπορευματοποιημένα
- εκμεταλλευμένος
- χειραγωγημένος
- εκμεταλλευόμενος (σε)
- Επιβλημένος (σε ή σε)
- μόχλευση
- αμέλξε
- παίζεται (πάνω ή πάνω του)
- χρησιμοποιημένο
- σφυρηλατημένο
- αιμορραγία
- εκμεταλλεύομαι (μια ευκαιρία)
- Απατημένος
- κουρεμένος
- σπαρταρά
- κακοποιημένος
- Υπερφορτωμένος
- νταβατζής
- γδαρμένος
- βρεγμένος
- κολλημένος
- εργάστηκε
Nearest Words of commodified
Definitions and Meaning of commodified in English
commodified
to turn (something, such as an intrinsic value or a work of art) into a commodity
FAQs About the word commodified
εμπορευματοποιημένο
to turn (something, such as an intrinsic value or a work of art) into a commodity
κακοποιημένος,εμπορευματοποιημένα,εκμεταλλευμένος,χειραγωγημένος,εκμεταλλευόμενος (σε),Επιβλημένος (σε ή σε),μόχλευση,αμέλξε,παίζεται (πάνω ή πάνω του),χρησιμοποιημένο
No antonyms found.
commodes => κομοδίνα, commixtures => Μείγματα, commixing => Ανάμιξη, commixed => ανάμεικτος, committing => διαπράττοντας,