Greek Meaning of commodify
Εμπορευματοποίηση
Other Greek words related to Εμπορευματοποίηση
Nearest Words of commodify
Definitions and Meaning of commodify in English
commodify
to turn (something, such as an intrinsic value or a work of art) into a commodity
FAQs About the word commodify
Εμπορευματοποίηση
to turn (something, such as an intrinsic value or a work of art) into a commodity
Κακοποίηση,εμπορευματοποιώ,εκμεταλλεύομαι,χειρίζομαι,επιβάλλω (σε ή πάνω σε),μόχλευση,γάλα,μαστροπός,παίζω (πάνω ή πάνω),χρήση
No antonyms found.
commodified => εμπορευματοποιημένο, commodes => κομοδίνα, commixtures => Μείγματα, commixing => Ανάμιξη, commixed => ανάμεικτος,