Greek Meaning of commixing

Ανάμιξη

Other Greek words related to Ανάμιξη

Definitions and Meaning of commixing in English

commixing

mingle, blend, to become mingled or blended

FAQs About the word commixing

Ανάμιξη

mingle, blend, to become mingled or blended

συνενώνοντας,ανάμιξη,συνδυάζοντας,ολοκληρώνοντας,συγχώνευση,ανάμειξη,προσθήκη,Τήξη,ενσωματώνοντας,συγχώνευση<br>

διαιρών,διαχωρίζοντας,αναλύοντας,χωρίζοντας,σχίσιμο,διαχωρισμός,διασπείρω,διαλυτικός,διαζύγιο,χωρισμό

commixed => ανάμεικτος, committing => διαπράττοντας, commitments => δεσμεύσεις, commissions => προμήθειες, commissioners => επίτροποι,