FAQs About the word conflating

συγχώνευση

confuse, to combine (things, such as two versions of a text) into a composite whole, to bring together

συγκεχυμένος,μπερδεύω,ενοχλητικός,(ανάμειξη),συσσωμάτωση (μαζί),παρανοώντας,καλώ λάθος,εσφαλμένη ονομασία

διαφοροποίηση,διαχωριστικός,διακριτικός,διαχωρίζοντας,διαφοροποίηση

conflated => συγχωνευμένο, conflagrant => φλεγόμενος, confiscating => δημεύω, confiscated => κατασχεθεί, confirms => επιβεβαιώνει,