FAQs About the word confinements

περιορισμοί

the state of being confined, an act of confining, the act of confining, lying-in

αιχμαλωσίες,φυλακίσεις,Φυλακίσεις,φυλακών,περιορισμούς,δεσμοί,συλλήψεις,υποδουλώσεις,παγίδες,περιορισμοί

ελευθερίες,απελευθερώσεις,ελευθερίες,Εκδόσεις,χειραφετήσεις,απελευθερώσεις,ανεξαρτησίες

configurations => διαμορφώσεις, confidences => Εμπιστοσύνη, confided => εμπιστευμένος, confidants => Εμπιστοδόχοι, confidantes => Εμπιστευόμενα,