Greek Meaning of confided
εμπιστευμένος
Other Greek words related to εμπιστευμένος
- εκχωρημένο
- έδωσε
- παραδομένο
- Εμπιστευμένο
- Αριστερά
- πέρασε
- προτεινόμενο
- μεταφερμένο
- ανατέθηκε
- εκχωρηθείς
- αφοσιωμένος
- παραδόθηκε
- χορηγήθηκε
- Σαρακοστή
- δανεισμένος
- παραιτήθηκε
- ήρεμος
- μεταδιδόμενο
- αξιόπιστος
- αποκτηθεί
- επαινέθηκε
- απονεμήθηκε
- ανατεθειμένος
- παραδίδονται
- υποβληθεί
- αναποδογυρισμένος
- προηγμένος
- κληροδοτημένος
- διανεμήθηκε
- διασκορπισμένος
- διανεμημένος
- διαιρεμένος
- επιπλωμένος
- παραδομένο
- κυκλοφόρησε
- διαθήκη
- ενέδωσε
- διανεμηθεί
- παραιτήθηκε
- παραδόθηκε
- μεταδόθηκε
- δοθείς
- παραδόθηκε
- παραδοθεί
Nearest Words of confided
Definitions and Meaning of confided in English
confided
to tell confidentially, to have confidence, to show confidence by telling secrets, entrust sense 1, to show confidence by imparting secrets, to tell in confidence, to give to the care or protection of another
FAQs About the word confided
εμπιστευμένος
to tell confidentially, to have confidence, to show confidence by telling secrets, entrust sense 1, to show confidence by imparting secrets, to tell in confiden
εκχωρημένο,έδωσε,παραδομένο,Εμπιστευμένο,Αριστερά,πέρασε,προτεινόμενο,μεταφερμένο,ανατέθηκε,εκχωρηθείς
πραγματοποιήθηκε,κράτησε,υπό ιδιοκτησία,κρατημένος,Διατηρημένα,κατεχόμενος,αποδεκτό,κρατημένος,κατειλημμένος,δαιμονισμένος
confidants => Εμπιστοδόχοι, confidantes => Εμπιστευόμενα, confessors => εξομολόγοι, confessions => ομολογίες, confessing => εξομολογούμενος,