FAQs About the word loaned

δανεισμένος

of Loan

Σαρακοστή,προηγμένος,επιπλωμένος,έδωσε,χορηγήθηκε,ενοικιασμένο,αφήνω,ενοικιασμένο

δανεισμένος,έλαβε,πήρε

loan-blend => μείγμα δανείου, loanblend => δάνειο μείγμα, loanable => δανειστέος, loan translation => μετάφραση δανείου, loan shark => Τοκογλύφος,