Greek Meaning of borrowed
δανεισμένος
Other Greek words related to δανεισμένος
Nearest Words of borrowed
Definitions and Meaning of borrowed in English
borrowed (imp. & p. p.)
of Borrow
FAQs About the word borrowed
δανεισμένος
of Borrow
υποθετικός,φθαρμένος,μεταχειρισμένο ρούχο,παλιό,μεταχειρισμένο,Μεταχειρισμένο,παλιό
προσαρμογή,ολοκαίνουργιο,συνήθεια,Προσαρμοσμένο,νέος,Εξατομικευμένο,αχρησιμοποίητος,κατόπιν παραγγελίας ,Κατασκευασμένο κατά παραγγελία,καμωμένο στα μέτρα
borrow pit => δανειστικό λάκκο, borrow => δανείζομαι, borrelia burgdorferi => Borrelia burgdorferi, borrelia => Μπορελία, borrel => Μπορέλ,