FAQs About the word borrowed

δανεισμένος

of Borrow

υποθετικός,φθαρμένος,μεταχειρισμένο ρούχο,παλιό,μεταχειρισμένο,Μεταχειρισμένο,παλιό

προσαρμογή,ολοκαίνουργιο,συνήθεια,Προσαρμοσμένο,νέος,Εξατομικευμένο,αχρησιμοποίητος,κατόπιν παραγγελίας ,Κατασκευασμένο κατά παραγγελία,καμωμένο στα μέτρα

borrow pit => δανειστικό λάκκο, borrow => δανείζομαι, borrelia burgdorferi => Borrelia burgdorferi, borrelia => Μπορελία, borrel => Μπορέλ,