Greek Meaning of borrower
δανειολήπτης
Other Greek words related to δανειολήπτης
- υιοθετώ
- αγκαλιάζω
- αφομοιωθεί
- Αντίγραφο
- καλλιεργώ
- υποστηρίζω
- ακολουθήστε
- μιμούμαι
- ενσωματώνω
- αναλαμβάνω
- αναλαμβάνω
- χρήση
- αξιοποιώ
- επισημαίνω
- απορροφώ
- επηρεάζω
- κατάλληλος
- αλαζόνας
- να υποθέτω Assume
- εκτιμώ
- εξημερώνω
- αναθρέφω
- Προσέχω
- τιμή
- πολιτογραφώ
- θρέφω
- προσποιούμαι
- βραβείο
- βάζω
- παράθεση
- ανυψώνω
- προσομοιώνω
- αναλαμβάνω
- θησαυρός
- σφετερίζομαι
Nearest Words of borrower
Definitions and Meaning of borrower in English
borrower (n)
someone who receives something on the promise to return it or its equivalent
borrower (n.)
One who borrows.
FAQs About the word borrower
δανειολήπτης
someone who receives something on the promise to return it or its equivalentOne who borrows.
υιοθετώ,αγκαλιάζω,αφομοιωθεί,Αντίγραφο,καλλιεργώ,υποστηρίζω,ακολουθήστε,μιμούμαι,ενσωματώνω,αναλαμβάνω
εγκαταλείπω,εγκαταλείπω,εγκαταλείπω,παραιτούμαι,παράδοση,απαρνηθώ,απορρίπτω,απαρνιέμαι,απορρίπτω,απαρνηθώ
borrowed => δανεισμένος, borrow pit => δανειστικό λάκκο, borrow => δανείζομαι, borrelia burgdorferi => Borrelia burgdorferi, borrelia => Μπορελία,