Greek Meaning of pre-owned
Μεταχειρισμένο
Other Greek words related to Μεταχειρισμένο
Nearest Words of pre-owned
- prep schools => Σχολεία προετοιμασίας
- preparations => Προετοιμασίες
- preparatory schools => προπαρασκευαστικά σχολεία
- prepare (for) => προετοιμάζω (για)
- preparer => ετοιμαστής
- prepares => ετοιμάζεται
- preparing => προετοιμάζει
- preparing (for) => προετοιμάζεται (για)
- prepense => εκ προθέσεως
- preponderances => υπεροχές
Definitions and Meaning of pre-owned in English
pre-owned
secondhand, used
FAQs About the word pre-owned
Μεταχειρισμένο
secondhand, used
μεταχειρισμένο,δανεισμένος,μεταχειρισμένο ρούχο,παλιό,παλιό,φθαρμένος,υποθετικός
προσαρμογή,ολοκαίνουργιο,συνήθεια,Προσαρμοσμένο,νέος,Εξατομικευμένο,αχρησιμοποίητος,κατόπιν παραγγελίας ,Κατασκευασμένο κατά παραγγελία,καμωμένο στα μέτρα
preordaining => προκαθορίζοντας, preordained => προκαθορισμένος, preoccupying => Προβληματικός, preoccupations => ανησυχίες, prenotion => προαίσθημα,