Greek Meaning of pre-owned

Μεταχειρισμένο

Other Greek words related to Μεταχειρισμένο

Definitions and Meaning of pre-owned in English

pre-owned

secondhand, used

FAQs About the word pre-owned

Μεταχειρισμένο

secondhand, used

μεταχειρισμένο,δανεισμένος,μεταχειρισμένο ρούχο,παλιό,παλιό,φθαρμένος,υποθετικός

προσαρμογή,ολοκαίνουργιο,συνήθεια,Προσαρμοσμένο,νέος,Εξατομικευμένο,αχρησιμοποίητος,κατόπιν παραγγελίας ,Κατασκευασμένο κατά παραγγελία,καμωμένο στα μέτρα

preordaining => προκαθορίζοντας, preordained => προκαθορισμένος, preoccupying => Προβληματικός, preoccupations => ανησυχίες, prenotion => προαίσθημα,