Greek Meaning of premising
ελπιδοφόρος
Other Greek words related to ελπιδοφόρος
- υποθέτοντας
- πιστεύων
- παροιμία
- υποθέτοντας
- εάν θεωρήσουμε
- Αποδεκτός
- τελικός
- ονειρευόμενος
- υπολογισμός
- εικασίες
- ενεχυρίαση
- φανταζόμενος
- επιμονή
- σκέψη
- υπόθεση
- υποθέτοντας
- υποθέτοντας
- επιβεβαιωτικός
- ισχυριζόμενος
- ισχυριζόμενος
- ισχυριζόμενος
- ομολογώντας
- διεκδικώντας
- δηλώνοντας
- συμπεραίνοντας
- Φανταζόμενος
- συνάντηση
- Συμπερασμα
- κρίνοντας
- συντηρώντας
- αντιλαμβανόμενος
- ομολογώντας
- λογαριασμός
- λήψη
- θεωρητικοποίηση
- συλλαμβάνω
- εικασία
- ανταγωνιζόμενος
- πίστωση
- προκατάληψη
- κερδοσκοπώντας
- υποθέτοντας
- υποψιαζόμενος
- υπόνοια
- Κατάποση
- θεωρώ δεδομένο
Nearest Words of premising
Definitions and Meaning of premising in English
premising
a building or part of a building usually with its grounds, something assumed or taken for granted, to offer as a premise in an argument, a statement taken to be true and used as a basis for argument or reasoning, matters previously stated, a proposition antecedently supposed or proved as a basis of argument or inference, postulate, either of the first two propositions of a syllogism from which the conclusion is drawn, a tract of land with the buildings thereon, a piece of land with the buildings on it, to set forth beforehand as an introduction or a postulate, a building or part of a building usually with its appurtenances (such as grounds), to base on certain assumptions, the preliminary and explanatory part of a deed or of a bill in equity
FAQs About the word premising
ελπιδοφόρος
a building or part of a building usually with its grounds, something assumed or taken for granted, to offer as a premise in an argument, a statement taken to be
υποθέτοντας,πιστεύων,παροιμία,υποθέτοντας,εάν θεωρήσουμε,Αποδεκτός,τελικός,ονειρευόμενος,υπολογισμός,εικασίες
απαιτητικός,αρνούμενος,άπιστος,αποποιούμενος,έκπτωση,δυσφημιστική,αμφισβητώντας,καχύποπτος,αμφίβολος,ερώτηση
premised => υποθετικό, premies => Βραβεία, premeditative => προσχεδιασμένος, premeditatedly => εκ προθέσεως, prelusive => προεισαγωγικός,