Greek Meaning of disavowing
αποκηρύσσοντας
Other Greek words related to αποκηρύσσοντας
- Αποδεκτός
- αναγνωριστικός
- παραδεχόμενοι
- υιοθεσία
- επιτρέποντας
- διεκδικώντας
- παραδεχόμενος
- επιβεβαιώνοντας
- Αγκαλιάζει
- κατέχων
- επιβεβαιωτικός
- ανακοινώνω
- ισχυριζόμενος
- ομολογώντας
- δηλώνοντας
- συντηρώντας
- ομολογώντας
- υποβάλλει
- επαλήθευση
- γνησιοποίηση
- ισχυριζόμενος
- επικυρωτικό
- Υποστηρίζοντας
- τεκμηριώνω
- επικύρωση
Nearest Words of disavowing
- disavowment => άρνηση
- disband => διαλύω
- disbanded => διαλυμένος
- disbanding => διάλυση
- disbandment => διάλυση
- disbar => Αποκλεισμός από το δικηγορικό επάγγελμα
- disbark => ξεφλουδίζω
- disbarment => διαγραφή από τον δικηγορικό σύλλογο
- disbarred => αποκλεισμένος από τη δικηγορία
- disbarring => αφαίρεση άδειας άσκησης δικηγορίας
Definitions and Meaning of disavowing in English
disavowing (p. pr. & vb. n.)
of Disavow
FAQs About the word disavowing
αποκηρύσσοντας
of Disavow
αρνούμενος,διαψεύδοντας,Απορριπτικός,αντιφατικός,Απαγορεύει,αποποιούμενος,αποκήρυξη,άρνηση,αποποιούμενοι,απαιτητικός
Αποδεκτός,αναγνωριστικός,παραδεχόμενοι,υιοθεσία,επιτρέποντας,διεκδικώντας,παραδεχόμενος,επιβεβαιώνοντας,Αγκαλιάζει,κατέχων
disavower => αρνητής, disavowed => απαρνήθηκε, disavowance => Αποκήρυξη, disavowal => άρνηση, disavowable => απαρνητέος,