Greek Meaning of verifying

επαλήθευση

Other Greek words related to επαλήθευση

Definitions and Meaning of verifying in English

Wordnet

verifying (s)

serving to support or corroborate

Webster

verifying (p. pr. & vb. n.)

of Verify

FAQs About the word verifying

επαλήθευση

serving to support or corroborateof Verify

επιβεβαιώνοντας,τεκμηριώνω,υποστηρίζων,υποστηρικτικός,επικυρωτικός,Επιβεβαιωτικός,επικυρωτικό,επικυρωτικός,αποδεικτικός,συμπληρωματικός

διάψευσis,αντιφατικός,αντίθετος,μετρητής,διάψευση,αντίθετος,διαψεύδοντας

verify => επαληθεύω, verifier => επαληθευτής, verified => επαληθευμένο, verificatory => επαληθευτικού, verificative => επαληθεύσιμα,