Greek Meaning of substantiating
τεκμηριώνω
Other Greek words related to τεκμηριώνω
Nearest Words of substantiating
- substantiate => τεκμηριώνω
- substantialness => ουσιαστικότητα
- substantially => σημαντικά
- substantiality => ουσιαστικότητα
- substantial => ουσιαστικός
- substantia nigra => ουσία μέλαινα
- substantia grisea => Γκρίζα ουσία
- substantia alba => Λευκή ουσία
- substandard => Κατώτερος του επιπέδου
- substance abuse => Κατάχρηση ουσιών
- substantiation => τεκμηρίωση
- substantiative => ουσιαστικός
- substantival => Ουσιαστικός
- substantive => ουσιαστικός
- substantive dye => Ουσιαστές βαφές
- substation => Υποσταθμός
- substitutability => αντικαταστάσιμότητα
- substitutable => αντικαταστάσιμο
- substitute => αντικαταστάτης
- substituting => υποκαθιστώντας
Definitions and Meaning of substantiating in English
substantiating (s)
serving to support or corroborate
FAQs About the word substantiating
τεκμηριώνω
serving to support or corroborate
επιβεβαιώνοντας,υποστηρίζων,υποστηρικτικός,επαλήθευση,επικυρωτικός,Επιβεβαιωτικός,επικυρωτικό,επικυρωτικός,αποδεικτικός,συμπληρωματικός
αντιφατικός,αντίθετος,μετρητής,διάψευση,αντίθετος,διαψεύδοντας,διάψευσis
substantiate => τεκμηριώνω, substantialness => ουσιαστικότητα, substantially => σημαντικά, substantiality => ουσιαστικότητα, substantial => ουσιαστικός,