Greek Meaning of substantive
ουσιαστικός
Other Greek words related to ουσιαστικός
- σημαντικός
- σημαντικός
- αξιόλογος
- ουσιαστικός
- μεγάλος
- καλός
- καλό
- μεγάλος, καταπληκτικός
- όμορφος
- υγιής
- τεράστιος
- μεγάλος
- μαζικός
- σεβαστός
- σημαντικός
- τακτοποιημένος
- τεράστιος
- αστρονομικός
- αστρονομικός
- λίγο μεγάλο
- ογκώδης
- προφυλακτήρας
- κολοσσιαίος
- τεράστιος
- γιγάντιος
- βαρύς
- ηρακλειώδης
- τεράστιος
- τεράστιος
- γίγαντας
- αρκετά μεγάλος
- μαμούθ
- τερατώδης
- μνημειακός
- Υπερμεγέθους
- υπερμεγέθης
- υπερμεγέθης
- υπερμεγέθης
- θαυμαστός
- Τιτανικός
- ογκώδης
- τεράστιος
- Ασημαντος
- ασήμαντος
- ασήμαντος
- ανούσιος
- περιθωριακός
- πενιχρός
- αμελητέος
- ονομαστική
- ασήμαντος
- αδύναμος
- ασήμαντος
- ασήμαντος
- ασήμαντο
- λεπτό
- μικρός
- ισχνός
- θλιβερός
- ευτελής
- ασήμαντος
- ασήμαντο
- ελαφρύ
- μικρός
- μικρό
- μικρός
- μινιατούρα
- ασήμαντος
- τσέπη
- τσέπης
- Τσέπης
- πυγμαίος
- μικρός
- μικρότερο από το κανονικό
- μικροκαμωμένος/η
Nearest Words of substantive
- substantive dye => Ουσιαστές βαφές
- substation => Υποσταθμός
- substitutability => αντικαταστάσιμότητα
- substitutable => αντικαταστάσιμο
- substitute => αντικαταστάτης
- substituting => υποκαθιστώντας
- substitution => υποκατάσταση
- substitution class => Αντικατάσταση μαθήματος
- substrate => υπόστρωμα
- substratum => υπόστρωμα
Definitions and Meaning of substantive in English
substantive (n)
any word or group of words functioning as a noun
substantive (s)
of or relating to the real nature or essential elements of something
being on topic and prompting thought
substantive (a)
defining rights and duties as opposed to giving the rules by which rights and duties are established
FAQs About the word substantive
ουσιαστικός
any word or group of words functioning as a noun, of or relating to the real nature or essential elements of something, defining rights and duties as opposed to
σημαντικός,σημαντικός,αξιόλογος,ουσιαστικός,μεγάλος,καλός,καλό,μεγάλος, καταπληκτικός,όμορφος,υγιής
Ασημαντος,ασήμαντος,ασήμαντος,ανούσιος,περιθωριακός,πενιχρός,αμελητέος,ονομαστική,ασήμαντος,αδύναμος
substantival => Ουσιαστικός, substantiative => ουσιαστικός, substantiation => τεκμηρίωση, substantiating => τεκμηριώνω, substantiate => τεκμηριώνω,