Greek Meaning of disbarring

αφαίρεση άδειας άσκησης δικηγορίας

Other Greek words related to αφαίρεση άδειας άσκησης δικηγορίας

Definitions and Meaning of disbarring in English

Webster

disbarring (p. pr. & vb. n.)

of Disbar

FAQs About the word disbarring

αφαίρεση άδειας άσκησης δικηγορίας

of Disbar

απαγόρευση,αποκλεισμός,περιοριστική,αρνούμενος,Απαγορεύει,αποθαρρυντικός,αποκλειστικός,εξαιρουμένων,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας

διαπίστευση,Εγκριτικός,εξουσιοδοτώντας,πιστοποίηση,θέση σε λειτουργία,Ενδυνάμωση,Ενεργοποίηση,επενδύσεις,αδειοδότηση,προκριματική

disbarred => αποκλεισμένος από τη δικηγορία, disbarment => διαγραφή από τον δικηγορικό σύλλογο, disbark => ξεφλουδίζω, disbar => Αποκλεισμός από το δικηγορικό επάγγελμα, disbandment => διάλυση,