Greek Meaning of disbelieved
απίστευτος
Other Greek words related to απίστευτος
Nearest Words of disbelieved
- disbelieve => απιστία
- disbelief => απιστία
- disbecome => Παύω να είμαι
- disbase => Disbase
- disbarring => αφαίρεση άδειας άσκησης δικηγορίας
- disbarred => αποκλεισμένος από τη δικηγορία
- disbarment => διαγραφή από τον δικηγορικό σύλλογο
- disbark => ξεφλουδίζω
- disbar => Αποκλεισμός από το δικηγορικό επάγγελμα
- disbandment => διάλυση
Definitions and Meaning of disbelieved in English
disbelieved (imp. & p. p.)
of Disbelieve
FAQs About the word disbelieved
απίστευτος
of Disbelieve
αρνηθεί,εκτεθειμένος,αμφέβαλε,διαψευσμένος,Αναξιόπιστος,αμφέβαλλε,αρνημένο,διαψεύστηκε,απορριπτόμενος,ύποπτος
αποδεκτό,πίστευε,πιστώνεται,κατάπιε,αξιόπιστος
disbelieve => απιστία, disbelief => απιστία, disbecome => Παύω να είμαι, disbase => Disbase, disbarring => αφαίρεση άδειας άσκησης δικηγορίας,