Greek Meaning of scoffed (at)

κοροϊδεύω

Other Greek words related to κοροϊδεύω

Definitions and Meaning of scoffed (at) in English

scoffed (at)

No definition found for this word.

FAQs About the word scoffed (at)

κοροϊδεύω

απολυμένος,ανυπάκουσε,παραβίασε,χλεύασε,απορριπτόμενος,περιφρονημένος,βουρτσισμένος (μακριά),εξαντλημένος,υποτίμησε,εξεγέρθηκε (ενάντια)

Παρατηρήθηκε,εξυπηρετείται,συμφωνημένο (με),παραδόθηκε (σε),παραδέχθηκε (σε),συνεργάστηκε (με),αναβληθέν (σε),σκύβω (προς),υποτελής (σε),παραδόθηκε (σε)

scoff (at) => περιγελώ (κάποιον), scissoring => ψαλίδι, scissored => ψαλίδια, scissions => διαιρέσεις, scions => Απόγονοι,