Greek Meaning of conformed (to)
σύμφωνο με
Other Greek words related to σύμφωνο με
- ακολούθησε
- υπάκουσα
- τηρούσε (σε)
- Παρατηρήθηκε
- τηρήθηκε
- προσχωρώ (σε)
- συμφωνώ (με)
- συμφωνημένο (με)
- Συνένεσε (σε)
- συμμορφώθηκε (με)
- αναβληθέν (σε)
- συνάντησε
- χηνικό βήμα (προς)
- τηρήθηκε σε
- άκουσε
- υποτελής (σε)
- παραδόθηκε (σε)
- υποχώρησε (σε)
- παρακολούθησε
- άκουσε
- έδωσε προσοχή
- σημαδεμένος
- νους
- σημείωσε
- παρατήρησε
- θεωρείται
- πήρε
- κοίταζε
- εξετάζω
- τόλμησε
- αψήφησε
- Σκηνοθετημένο
- ανυπάκουσε
- οδήγησε
- απορριφθείς
- βουρτσισμένος (μακριά)
- παρέλειψε
- εξεγέρθηκε (ενάντια)
- κλείνω το μάτι (σε κάποιον)
- απολυμένος
- υποχρεωμένος
- παραβιασμένο
- παραβλεπόμενος
- παραιτήθηκε
- αποποιημένο
- επαναστατημένος
- σήκωσε τους ώμους
- απενεργοποιημένο
- παραβιασμένο
- Χρεοκοπημενος
- έδειξε αντίσταση
- αμφισβητούμενος
- κοροϊδεμένος
- αμφισβητούμενο
- παραβίασε
- πολέμησε
- χλεύασε
- αντίθετο
- ξεπερασμένος
- αντιστάθηκε
- περιφρονημένος
- παραβιάζω
- άντεξε
- καταπολεμήσει
- πολεμήθηκε
- (στασίασαν (κατά))
- εξαντλημένος
- υποτίμησε
- κοροϊδεύω
Nearest Words of conformed (to)
- conformed (to or with) => σύμφωνος (σε ή με)
- conformed => σύμφωνος
- conformations => Διαμορφώσεις
- conformable (to) => Συμφωνος (με)
- conform (to) => να συμμορφωθεί (με)
- conform (to or with) => (συμμορφώνω (με ή προς))
- confluents => Συμβολές
- conflicts => Συγκρούσεις
- conflictive => συγκρουσιακός
- confliction => Σύγκρουση
Definitions and Meaning of conformed (to) in English
conformed (to)
No definition found for this word.
FAQs About the word conformed (to)
σύμφωνο με
ακολούθησε,υπάκουσα,τηρούσε (σε),Παρατηρήθηκε,τηρήθηκε,προσχωρώ (σε),συμφωνώ (με),συμφωνημένο (με),Συνένεσε (σε),συμμορφώθηκε (με)
εξετάζω,τόλμησε,αψήφησε,Σκηνοθετημένο,ανυπάκουσε,οδήγησε,απορριφθείς,βουρτσισμένος (μακριά),παρέλειψε,εξεγέρθηκε (ενάντια)
conformed (to or with) => σύμφωνος (σε ή με), conformed => σύμφωνος, conformations => Διαμορφώσεις, conformable (to) => Συμφωνος (με), conform (to) => να συμμορφωθεί (με),