Greek Meaning of took

πήρε

Other Greek words related to πήρε

Definitions and Meaning of took in English

Webster

took (imp.)

of Take

Webster

took ()

imp. of Take.

FAQs About the word took

πήρε

of Take, imp. of Take.

αγκάλιασμα,άρπαξε,σφιχτό,πραγματοποιήθηκε,πιάστηκε,σφιγμένος,σφιγμένος,έπιασε,αρπάχτηκε,κρατιέμαι (από)

εκφορτισμένος,έπεσε,απελευθερωμένος,έδωσε,παραδομένο,απελευθερωμένος,πέρασε,κυκλοφόρησε,παραδόθηκε,ανατέθηκε

too-greedy => πολύ άπληστος, too-generous => υπερβολικά γενναιόδωρος, too-careful => υπερβολικά προσεκτικός, too soon => πολύ σύντομα, too much => πάρα,