Greek Meaning of laid hold of
έπιασε
Other Greek words related to έπιασε
Nearest Words of laid hold of
Definitions and Meaning of laid hold of in English
laid hold of
to understand (something), to take and hold (something)
FAQs About the word laid hold of
έπιασε
to understand (something), to take and hold (something)
άρπαξε,σφιχτό,πραγματοποιήθηκε,πήρε,αγκάλιασμα,σφιγμένος,κρατιέμαι (από),κράτησε (σε),κράτησε,πιάστηκε
εκφορτισμένος,έπεσε,απελευθερωμένος,απελευθερωμένος,κυκλοφόρησε,αναποδογυρισμένος,παραδόθηκε,ανατέθηκε,έδωσε,παραδομένο
laid eyes on => Βάζω τα μάτια μου σε κάτι, laid down => Κατέθεσε, laid by => τοποθετήθηκε δίπλα, laid away => έβαλα στην άκρη, laid an egg => έκανε ένα αυγό,