Greek Meaning of laid in

τοποθετημένο

Other Greek words related to τοποθετημένο

Definitions and Meaning of laid in in English

laid in

layup sense 2, lay by, save

FAQs About the word laid in

τοποθετημένο

layup sense 2, lay by, save

αποθησαυρισμένο,στον πάγκο,τοποθετήθηκε δίπλα,κρυμμένος,αποθηκευμένο,συσσωρευμένος,κεκτημένος,συλλεγέν,συντηρημένο,κατατέθηκε

καστ,απορριφθεί,πεταμένος,δαπανηθεί,ξεφορτωμένο,σπαταλημένος,καταναλώνεται,πεταμένος (έξω ή μακριά),διανεμήθηκε,παραδίδονται

laid hold of => έπιασε, laid eyes on => Βάζω τα μάτια μου σε κάτι, laid down => Κατέθεσε, laid by => τοποθετήθηκε δίπλα, laid away => έβαλα στην άκρη,