Greek Meaning of concentrated
συμπυκνωμένος
Other Greek words related to συμπυκνωμένος
Nearest Words of concentrated
- concentrated fire => Συγκεντρωμένα πυρά
- concentration => συγκέντρωση
- concentration camp => Στρατόπεδο συγκέντρωσης
- concentration gradient => Διαβάθμιση συμπύκνωσης
- concentrator => συμπυκνωτής
- concentre => Συγκεντρώνομαι
- concentric => ομόκεντρος
- concentrical => συγκεντρικός
- concentricity => ομοκεντρικότητα
- concepcion => Κονσεπσιόν
Definitions and Meaning of concentrated in English
concentrated (a)
gathered together or made less diffuse
(of light) transmitted directly from a pointed light source
being the most concentrated solution possible at a given temperature; unable to dissolve still more of a substance
concentrated (s)
of or relating to a solution whose dilution has been reduced
intensely focused
FAQs About the word concentrated
συμπυκνωμένος
gathered together or made less diffuse, of or relating to a solution whose dilution has been reduced, intensely focused, (of light) transmitted directly from a
Δυνατός,πλούσιος,robust,δυνατός,μεγάλος,γεμάτος,Γεμάτο στο σώμα,μεθυστικό,σφριγηλός,Μυώδης
λεπτός,φως,ήπιος,λεπτός,Αδύναμος,εξασθενημένος,Αραίωση,αραιωμένο,αραιωμένος,Υδαρής
concentrate on => εστιάζω σε, concentrate => Συμπύκνωμα, concenter => συγκεντρωθείτε, conceiver => συνθέτης, conceive of => συλλάβει,