Greek Meaning of thinned
αραιωμένος
Other Greek words related to αραιωμένος
- μικτός
- Μολυσμένος
- Αραίωση
- αραιωμένο
- μικτός
- μολυσμένος
- εξασθενημένος
- Νοθευμένο
- κράμα
- συνδυασμένος
- σύνθετος
- Ακάθαρτος
- ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
- λερωμένος
- μολυσμένος
- νοθεύω
- Befouled = Βεβηλωμένος
- βρώμικος
- βρώμικος με μούργα
- λερωμένος
- συσπειρώθηκε
- κατεστραμμένο
- κατευνασμένος
- βεβηλωμένος
- Μολυσμένος
- βρώμικος
- Φλιδωτός
- Κηλιδωμένος
- συγχωνευμένο
- αναμεμιγμένα
- κακομαθημένος
- Ακατέργαστος
- μικτός
- αναμεμειγμένος
- ανάμικτος
- Μολυσμένο
- αδιευκρίνιστος
- αφιλτράριστο
- συμπυκνωμένος
- φιλτραρισμένο
- καλό
- καθαρός
- απλός
- καθαρός
- εκλεπτυσμένος
- ίσιος
- δυνατός
- ατόφιος
- απαύστως
- αμόλυντος
- ατόφιο
- αδιάλυτος
- ανάμικτος
- Αμόλυντος
- Αμόλυντος
- καθαρισμένος
- διευκρίνισε
- Καθαρός
- παστεριωμένο / παστεριωμένος
- στείρος
- στείρωση
- ασύνδετος
- Εξαιρετικά καθαρό
- εξαιρετικά εκλεπτυσμένος
- άμωμος
- άψογος
- ανοξείδωτο
- αμόλυντος
Nearest Words of thinned
- thinly => λεπτός
- thin-leaved stringybark => Ευγενόλη ο λεπτόφυλλος
- thin-leaved bilberry => Κράνμπερυ με λεπτά φύλλα
- thinking cap => Σκέψη καπέλο
- thinking => σκέψη
- thinker => στοχαστής
- thinkable => εννοούμενο
- think up => σκέφτομαι
- think twice => Σκέψου το δύο φορές
- think the world of => πιστεύω στον κόσμο
Definitions and Meaning of thinned in English
thinned (s)
mixed with water
thinned (imp. & p. p.)
of Thin
FAQs About the word thinned
αραιωμένος
mixed with waterof Thin
μικτός,Μολυσμένος,Αραίωση,αραιωμένο,μικτός,μολυσμένος,εξασθενημένος,Νοθευμένο,κράμα,συνδυασμένος
συμπυκνωμένος,φιλτραρισμένο,καλό,καθαρός,απλός,καθαρός,εκλεπτυσμένος,ίσιος,δυνατός,ατόφιος
thinly => λεπτός, thin-leaved stringybark => Ευγενόλη ο λεπτόφυλλος, thin-leaved bilberry => Κράνμπερυ με λεπτά φύλλα, thinking cap => Σκέψη καπέλο, thinking => σκέψη,