Greek Meaning of stainless
ανοξείδωτο
Other Greek words related to ανοξείδωτο
- Καθαρός
- άμωμος
- αμόλυντος
- λαμπερός
- άψογος
- αντισηπτικό
- φωτεινό
- αγνός
- υγιεινός
- γαλακτώδες
- καθαρός
- υγειονομικός
- χιονισμένος
- λαμπερά
- Λάμψη
- Αστραφτερός.
- στείρος
- αμόλυντος
- χωρίς λεκέδες
- αμόλυντος
- λευκό
- άσπιλος
- χλωριωμένο
- Καθαρά
- Καθαρισμένο
- δίκαιο
- άψογος
- αποστειρωμένο <br>
- καθαρίστηκε
- ακηλίδωτος
- Άψογος
- αμόλυντος
- Αμόλυντος
- Αμόλυντος
- πλυμένο
- λευκασμένος
- υγιεινός
- έπλυνε
- καθαρισμένος
Nearest Words of stainless
Definitions and Meaning of stainless in English
stainless (n)
steel containing chromium that makes it resistant to corrosion
stainless (s)
(of reputation) free from blemishes
FAQs About the word stainless
ανοξείδωτο
steel containing chromium that makes it resistant to corrosion, (of reputation) free from blemishes
Καθαρός,άμωμος,αμόλυντος,λαμπερός,άψογος,αντισηπτικό,φωτεινό,αγνός,υγιεινός,γαλακτώδες
μουντός,Βρόμικος,φάουλ,λαδερό,βρώμικος,λερωμένος,Στιγμένος,Λεκιασμένος,Ακάθαρτος,ακαθάριστος
staining => Χρώση, stainer => λεκές, stained-glass window => Βιτρό, stained glass => Βιτρό, stained => Λεκιασμένος,