Greek Meaning of germfree

αποστειρωμένο <br>

Other Greek words related to αποστειρωμένο <br>

Definitions and Meaning of germfree in English

Wordnet

germfree (a)

free from germs or pathogenic organisms; sterile

FAQs About the word germfree

αποστειρωμένο <br>

free from germs or pathogenic organisms; sterile

υγειονομικός,στείρος,αντιβιοτικό,ασηπτικός,Καθαρός,υγιεινός,αμόλυντος,Αντιβακτηριακός,αντισηπτικό,επωφελής

Βρόμικος,μεταδοτικός,ανθυγιεινός,παθογόνος,δηλητηριώδης,τοξικός,Ακάθαρτος,ανθυγιεινός,μη υγιεινός,Μη αποστειρωμένο

germens => μικρόβια, germen => μικρόβιο, germarium => βλαστικό λοφίδιο, germany => Γερμανία, german-speaking => γερμανόφωνος,