Greek Meaning of germicidal
Βακτηριοκτόνο
Other Greek words related to Βακτηριοκτόνο
- Αντιβακτηριακός
- αντιβιοτικό
- αντισηπτικό
- ασηπτικός
- υγιεινός
- υγειονομικός
- μικροβιοκτόνος
- επωφελής
- αποστειρωμένο <br>
- υγιής
- άψογος
- ανοξείδωτο
- στείρος
- αμόλυντος
- Αποστειρωμένο
- χλωριωμένο
- Καθαρός
- Καθαρισμένο
- υγιής
- άμωμος
- αμόλυντος
- καθαρός
- αποκαταστατικός
- υγιής
- ευεργετικός
- ευεργετικός
- καθαρίστηκε
- Λάμψη
- Αστραφτερός.
- αμόλυντος
- Αμόλυντος
- αμόλυντος
- χωρίς λεκέδες
- Αμόλυντος
- πλυμένο
- λευκασμένος
- υγιεινός
- καθαρισμένος
- άσπιλος
- Βρόμικος
- μεταδοτικός
- παθογόνος
- παθογόνος
- δηλητηριώδης
- αποκρουστικός
- τοξικός
- Ακάθαρτος
- αγκαθωτός
- μουντός
- σκονισμένος
- φάουλ
- βρώμικος
- βρώμικος
- γκράντζι
- μιάσματος
- χαμηλής ποιότητας
- λασπωμένος
- βρώμικο
- επιβλαβής
- μολυσμένος
- λερωμένος
- βρώμικος
- Λεκιασμένος
- ανθυγιεινό
- ανθυγιεινός
- μη αποστειρωμένο
- ακάθαρτος
- ανθυγιεινό
- λερωμένος
- βεβηλωμένος
- κουρασμένος
- γεμάτο βακτήρια
- ανθυγιεινός
- ανθυγιεινός
- μολυσμένος
- ακάθαρτα
- ανθυγιεινός
- μη υγιεινός
- λερωμένο
- Μολυσμένο
- Μη αποστειρωμένο
Nearest Words of germicidal
Definitions and Meaning of germicidal in English
germicidal (s)
preventing infection by inhibiting the growth or action of microorganisms
germicidal (a.)
Germicide.
FAQs About the word germicidal
Βακτηριοκτόνο
preventing infection by inhibiting the growth or action of microorganismsGermicide.
Αντιβακτηριακός,αντιβιοτικό,αντισηπτικό,ασηπτικός,υγιεινός,υγειονομικός,μικροβιοκτόνος,επωφελής,αποστειρωμένο <br>,υγιής
Βρόμικος,μεταδοτικός,παθογόνος,παθογόνος,δηλητηριώδης,αποκρουστικός,τοξικός,Ακάθαρτος,αγκαθωτός,μουντός
germfree => αποστειρωμένο <br>, germens => μικρόβια, germen => μικρόβιο, germarium => βλαστικό λοφίδιο, germany => Γερμανία,