Greek Meaning of sanitary
υγειονομικός
Other Greek words related to υγειονομικός
- υγιεινός
- στείρος
- αντιβιοτικό
- ασηπτικός
- Καθαρός
- αποστειρωμένο <br>
- αμόλυντος
- Αντιβακτηριακός
- αντισηπτικό
- επωφελής
- χλωριωμένο
- Βακτηριοκτόνο
- υγιής
- υγιής
- άμωμος
- καθαρός
- αποκαταστατικός
- υγιής
- ευεργετικός
- καθαρίστηκε
- Λάμψη
- Αστραφτερός.
- άψογος
- ανοξείδωτο
- Αμόλυντος
- αμόλυντος
- χωρίς λεκέδες
- αμόλυντος
- Αμόλυντος
- πλυμένο
- υγιεινός
- Αποστειρωμένο
- μικροβιοκτόνος
- άσπιλος
- μεταδοτικός
- ανθυγιεινός
- παθογόνος
- δηλητηριώδης
- τοξικός
- ανθυγιεινός
- μη υγιεινός
- αγκαθωτός
- μουντός
- σκονισμένος
- Βρόμικος
- φάουλ
- γεμάτο βακτήρια
- βρώμικος
- βρώμικος
- γκράντζι
- χαμηλής ποιότητας
- λασπωμένος
- βρώμικο
- επιβλαβής
- παθογόνος
- αποκρουστικός
- λερωμένος
- βρώμικος
- Λεκιασμένος
- Ακάθαρτος
- ανθυγιεινό
- ανθυγιεινός
- ακάθαρτος
- ανθυγιεινό
- Μη αποστειρωμένο
- λερωμένος
- κουρασμένος
- ανθυγιεινός
- μιάσματος
- μολυσμένος
- μολυσμένος
- ακάθαρτα
- μη αποστειρωμένο
- λερωμένο
- Μολυσμένο
Nearest Words of sanitary
- sanitary code => Υγειονομικός κώδικας
- sanitary condition => συνθήκες υγιεινής
- sanitary landfill => ΧΥΤΑ (Χώρος Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων)
- sanitary napkin => σερβιέτα
- sanitary towel => Υγειονομική πετσέτα
- sanitate => απολύμανση
- sanitation => αποχέτευση
- sanitation department => τμήμα αποχέτευσης
- sanitisation => απολύμανση
- sanitise => Απολυμαίνω
Definitions and Meaning of sanitary in English
sanitary (a)
free from filth and pathogens
sanitary (a.)
Of or pertaining to health; designed to secure or preserve health; relating to the preservation or restoration of health; hygienic; as, sanitary regulations. See the Note under Sanatory.
FAQs About the word sanitary
υγειονομικός
free from filth and pathogensOf or pertaining to health; designed to secure or preserve health; relating to the preservation or restoration of health; hygienic;
υγιεινός,στείρος,αντιβιοτικό,ασηπτικός,Καθαρός,αποστειρωμένο <br>,αμόλυντος,Αντιβακτηριακός,αντισηπτικό,επωφελής
μεταδοτικός,ανθυγιεινός,παθογόνος,δηλητηριώδης,τοξικός,ανθυγιεινός,μη υγιεινός,αγκαθωτός,μουντός,σκονισμένος
sanitarium => σανατόριο, sanitarist => Υγειονολόγος, sanitariness => Υγιεινή, sanitarian => υγιεινολόγος, sanious => πυώδης,