Greek Meaning of sterile
στείρος
Other Greek words related to στείρος
Nearest Words of sterile
- stereotypically => στερεοτυπικά
- stereotypical => Στερεότυπος
- stereotypic => στερεότυπο
- stereotyped => στερεότυπος
- stereotype => στερεότυπο
- stereospondyli => stereospondyli
- stereoscopy => Στερεοσκοπία
- stereoscopic vision => Στερεοσκοπική όραση
- stereoscopic picture => στερεοσκοπική εικόνα
- stereoscopic photograph => Στερεοσκοπική φωτογραφία
Definitions and Meaning of sterile in English
sterile (a)
incapable of reproducing
sterile (s)
free of or using methods to keep free of pathological microorganisms
deficient in originality or creativity; lacking powers of invention
FAQs About the word sterile
στείρος
incapable of reproducing, free of or using methods to keep free of pathological microorganisms, deficient in originality or creativity; lacking powers of invent
άγονο,στείρωση,τροποποιημένο,άκαρπος,ανίκανος,στείρος,άκαρπος,ευνουχισμένος,ευνουχισμένος,ευνουχισμένος
λίπος,γόνιμος,καρποφόρος,παραγωγικός,Πολύκαρπος,πλούσιος,εμπλουτισμένο,γόνιμος,πολυτελής,Δυνατός
stereotypically => στερεοτυπικά, stereotypical => Στερεότυπος, stereotypic => στερεότυπο, stereotyped => στερεότυπος, stereotype => στερεότυπο,