Greek Meaning of stereotype
στερεότυπο
Other Greek words related to στερεότυπο
Nearest Words of stereotype
- stereospondyli => stereospondyli
- stereoscopy => Στερεοσκοπία
- stereoscopic vision => Στερεοσκοπική όραση
- stereoscopic picture => στερεοσκοπική εικόνα
- stereoscopic photograph => Στερεοσκοπική φωτογραφία
- stereoscopic => στερεοσκοπικός
- stereoscope => στερεοσκόπιο
- stereophony => Στερεοφωνία
- stereophonic system => Στερεοφωνικό σύστημα
- stereophonic => στερεοφωνικός
Definitions and Meaning of stereotype in English
stereotype (n)
a conventional or formulaic conception or image
stereotype (v)
treat or classify according to a mental stereotype
FAQs About the word stereotype
στερεότυπο
a conventional or formulaic conception or image, treat or classify according to a mental stereotype
έννοια,σύλληψη,γενίκευση,έννοια,Θεωρία,κλισέ,γενικότητα,Υπόθεση,παροιμία,ρήση
No antonyms found.
stereospondyli => stereospondyli, stereoscopy => Στερεοσκοπία, stereoscopic vision => Στερεοσκοπική όραση, stereoscopic picture => στερεοσκοπική εικόνα, stereoscopic photograph => Στερεοσκοπική φωτογραφία,