Greek Meaning of stereotyped

στερεότυπος

Other Greek words related to στερεότυπος

Definitions and Meaning of stereotyped in English

Wordnet

stereotyped (s)

lacking spontaneity or originality or individuality

FAQs About the word stereotyped

στερεότυπος

lacking spontaneity or originality or individuality

κλισέ,συνηθισμένος,Τριμμένο,κουρασμένος,κοινότοπος,βαρετό,χαρτόνι,κλισέ,Ως τον ιστό αράχνης,συμβατικός

συναρπαστικός,φρέσκος,ενδιαφέρον,περιλαμβάνοντας,νέος,μυθιστόρημα,πρωτότυπο,διεγερτικό,απορροφητικός,κινούμενος

stereotype => στερεότυπο, stereospondyli => stereospondyli, stereoscopy => Στερεοσκοπία, stereoscopic vision => Στερεοσκοπική όραση, stereoscopic picture => στερεοσκοπική εικόνα,