Greek Meaning of cardboard

χαρτόνι

Other Greek words related to χαρτόνι

Definitions and Meaning of cardboard in English

Wordnet

cardboard (n)

a stiff moderately thick paper

Wordnet

cardboard (s)

without substance

Webster

cardboard (n.)

A stiff compact pasteboard of various qualities, for making cards, etc., often having a polished surface.

FAQs About the word cardboard

χαρτόνι

a stiff moderately thick paper, without substanceA stiff compact pasteboard of various qualities, for making cards, etc., often having a polished surface.

κοινότοπος,κονσέρβα,κλισέ,Ως τον ιστό αράχνης,συμβατικός,κουπ πατ,παράγωγος,χάκινγκ,Τριμμένο,μιμητικός

απορροφητικός,κινούμενος,άτυπος,ενεργειακός,Συμμετοχικός,απορροφητικός,συναρπαστικός,εξαιρετικός,γαλβανισμός,συναρπαστικός

cardamum => κάρδαμο, cardamon => κάρδαμο, cardamom => Καρδάμωμο, cardamine rotundifolia => Καρδαμίνα η στρογγυλόφυλλη, cardamine pratensis => Σκάρφη,