Greek Meaning of clichéd

Κλισέ

Other Greek words related to Κλισέ

Definitions and Meaning of clichéd in English

clichéd

marked by or abounding in clichés, hackneyed

FAQs About the word clichéd

Κλισέ

marked by or abounding in clichés, hackneyed

κλισέ,Τριμμένο,στερεότυπος,κουρασμένος,κοινότοπος,κοινότοπος,βαρετό,συνηθισμένος,παράγωγος,χάκινγκ

συναρπαστικός,φρέσκος,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,νέος,μυθιστόρημα,πρωτότυπο,αχρησιμοποίητος,απορροφητικός,κινούμενος

cliché => Κλισέ, clerks => Υπάλληλοι, clerics => κληρικοί, clericals => γραφιάς, clergywomen => γυναίκες κληρικοί,