Greek Meaning of enlivening

αναζωογονητικός

Other Greek words related to αναζωογονητικός

Definitions and Meaning of enlivening in English

Wordnet

enlivening (s)

giving spirit and vivacity

Webster

enlivening (p. pr. & vb. n.)

of Enliven

FAQs About the word enlivening

αναζωογονητικός

giving spirit and vivacityof Enliven

κινούμενος,συναρπαστικός,exhilarating,τονωτικός,αγαπώντας,ευχάριστος,διεγερτικός,διεγερτικό,συναρπαστικός,ζεστός

Κατηφής,απογοητευτικός,καταθλιπτικός,απογοητευτικός,αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,κρύος,δυσάρεστος,ανησυχητικός

enlivener => ζωοδότης, enlivened => ζωογονημένος, enliven => ζωντανεύω, enlive => την ενθάρρυνση, enlistment => στρατολόγηση,