Greek Meaning of enlisting
στρατολόγηση
Other Greek words related to στρατολόγηση
Nearest Words of enlisting
Definitions and Meaning of enlisting in English
enlisting (n)
the act of getting recruits; enlisting people for the army (or for a job or a cause etc.)
enlisting (p. pr. & vb. n.)
of Enlist
FAQs About the word enlisting
στρατολόγηση
the act of getting recruits; enlisting people for the army (or for a job or a cause etc.)of Enlist
στρατολόγηση,συγκρότηση της κριτικής επιτροπής,συνάθροιση,καταχωρητικός,συγκρότηση κριτικής επιτροπής,συγκρότηση της κριτικής επιτροπής,επάγοντας,εγγεγραμμένος,σύνταξη,εγγραφή
εξαιρουμένων,Απέλαση,Απορριπτικός,Επιβεβαίωση,Αποχώρηση από το χρηματιστήριο,εξάλειψη,παραλείποντας,θέα
enlistee => στρατιώτης, enlisted woman => στρατιωτίνα, enlisted person => Στρατιώτης, enlisted officer => δόκιμος αξιωματικός, enlisted man => Στρατιώτης,