Greek Meaning of scheduling
προγραμματισμός
Other Greek words related to προγραμματισμός
Nearest Words of scheduling
- scheduler => προγραμματιστής
- scheduled territories => προγραμματισμένα εδάφη
- scheduled maintenance => Προγραμματισμένη συντήρηση
- scheduled fire => Προγραμματισμένη πυρκαγιά
- scheduled => προγραμματισμένο
- schedule feeding => Προγραμματισμένη σίτιση
- schedule => χρονοδιάγραμμα
- schediasm => σκίτσα
- schatchen => Προξενέτης
- schappe => σαπ
Definitions and Meaning of scheduling in English
scheduling (n)
setting an order and time for planned events
FAQs About the word scheduling
προγραμματισμός
setting an order and time for planned events
εισάγοντας,Υποβολή,καταχώρηση,εγγραφή,κράτηση,καταλογογράφηση,καταλογογράφηση,σύνταξη,καταχωρητικός,ευρετηρίαση
διαγραφή
scheduler => προγραμματιστής, scheduled territories => προγραμματισμένα εδάφη, scheduled maintenance => Προγραμματισμένη συντήρηση, scheduled fire => Προγραμματισμένη πυρκαγιά, scheduled => προγραμματισμένο,