FAQs About the word enlistment

στρατολόγηση

a period of time spent in military service, the act of enlisting (as in a military service)The act or enlisting, or the state of being enlisted; voluntary enrol

εγγραφή,εγγραφή,βάπτιση,εναρκτήριος/-α/-ο,εναρκτήρια τελετή,επαγωγή,έναρξη,εγκατάσταση,δόση,δόση

εκφόρτιση,αφαίρεση

enlisting => στρατολόγηση, enlistee => στρατιώτης, enlisted woman => στρατιωτίνα, enlisted person => Στρατιώτης, enlisted officer => δόκιμος αξιωματικός,