Greek Meaning of unloving

χωρίς αγάπη

Other Greek words related to χωρίς αγάπη

Definitions and Meaning of unloving in English

Wordnet

unloving (a)

not giving or reciprocating affection

FAQs About the word unloving

χωρίς αγάπη

not giving or reciprocating affection

περιφρονητικός,σκληρός,απαξιωτικός,περιφρονητικός,απαξιωτικός,κακόβουλος,κακόβουλος,Κακοήθης,κακόβουλος,αποκρουστικός

στοργικός,ευχάριστος,φιλικός,συμπονετικός,φιλικός,φιλικός,λαμπρός,καλός,φιλεύσπλαχνος,ευγενικός

unlovely => Αδιάφορος (adiáforos), unloved => ανομολόγητος, unlove => δεν αγαπώ, unlovable => ανάξιος αγάπης, unlorded => ακυβέρνητος,