Greek Meaning of unmake

Ξεκατασκευή

Other Greek words related to Ξεκατασκευή

Definitions and Meaning of unmake in English

Wordnet

unmake (v)

deprive of certain characteristics

Webster

unmake (v. t.)

To destroy the form and qualities of; to deprive of being; to uncreate.

FAQs About the word unmake

Ξεκατασκευή

deprive of certain characteristicsTo destroy the form and qualities of; to deprive of being; to uncreate.

καθαιρώ,στερώ,απολύω,Σακί,πέφτω,εξορίσω,μπορώ,αφαιρώ τη στολή,εκθρονίζω,εκτοπίζω

διορίζω,στέμμα,αρχίζω,εγκαθιστώ,επενδύσετε,βαπτίζω,ορίσει,εκλέγω,enthronizein,εγκαινιάζω

unmaiden => παρθένα, unmagistrate => μη δικαστικός λειτουργός, unmade => μη κατασκευασμένος, unlute => αποκολλάω, unlust => Αδιαφορία,