Greek Meaning of depose
καθαιρώ
Other Greek words related to καθαιρώ
- αφαιρώ τη στολή
- στερώ
- εκθρονίζω
- απολύω
- εκτοπίζω
- Σακί
- πέφτω
- Ξεκατασκευή
- εκθρονίζω
- εξορίσω
- μπορώ
- εκτοπίζω
- εκτινάσσω
- εκβάλλω
- φωτιά
- ανατροπή
- αφαιρώ
- ανατρέπω
- εκτοπίζω
- εκθρονίζω
- εκθρονίζω
- σφετερίζομαι
- αποβάλλω
- Ταμίας
- αποβάλλω / εξορίζω
- καταδίωξη
- εκφόρτιση
- τυμπανίζω (έξω)
- Εξώθηση
- απολύω
- συνταξιοδοτούμαι
- φυγή
- εξαντλώ
Nearest Words of depose
Definitions and Meaning of depose in English
depose (v)
force to leave (an office)
make a deposition; declare under oath
depose (v. t.)
To lay down; to divest one's self of; to lay aside.
To let fall; to deposit.
To remove from a throne or other high station; to dethrone; to divest or deprive of office.
To testify under oath; to bear testimony to; -- now usually said of bearing testimony which is officially written down for future use.
To put under oath.
depose (v. i.)
To bear witness; to testify under oath; to make deposition.
FAQs About the word depose
καθαιρώ
force to leave (an office), make a deposition; declare under oathTo lay down; to divest one's self of; to lay aside., To let fall; to deposit., To remove from a
αφαιρώ τη στολή,στερώ,εκθρονίζω,απολύω,εκτοπίζω,Σακί,πέφτω,Ξεκατασκευή,εκθρονίζω,εξορίσω
στέμμα,αρχίζω,εγκαθιστώ,διορίζω,βαπτίζω,ορίσει,εκλέγω,enthronizein,εγκαινιάζω,επενδύσετε
deposal => καθαίρεση, deposable => καταθέσιμο, deporture => αναχώρηση, deportment => συμπεριφορά, deporting => απέλαση,