Greek Meaning of rewarding

bermanfaat

Other Greek words related to bermanfaat

Definitions and Meaning of rewarding in English

Wordnet

rewarding (a)

providing personal satisfaction

Webster

rewarding (p. pr. & vb. n.)

of Reward

FAQs About the word rewarding

bermanfaat

providing personal satisfactionof Reward

ελπιδοφόρος,ενθαρρυντικός,ικανοποιητικό,ικανοποιητικός,ικανοποιητικό,επευφημώντας,συναρπαστικός,ευχάριστος,ενθαρρυντικός,θερμαντικός για την καρδιά

απογοητευτικός,καταθλιπτικός,απογοητευτικός,αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,Κατηφής,δυσάρεστος,ανησυχητικός,αποθαρρυντικός

rewardful => ανταποδοτικό, rewarder => αποζημιωτής, rewarded => ανταμείφθηκε, rewardable => επάξιος ανταμοιβής, reward => ανταμοιβή,