Greek Meaning of revulsive

αποκρουστικός

Other Greek words related to αποκρουστικός

Definitions and Meaning of revulsive in English

Webster

revulsive (a.)

Causing, or tending to, revulsion.

Webster

revulsive (n.)

That which causes revulsion; specifically (Med.), a revulsive remedy or agent.

FAQs About the word revulsive

αποκρουστικός

Causing, or tending to, revulsion., That which causes revulsion; specifically (Med.), a revulsive remedy or agent.

αποτρόπαιος,αποτρόπαιος,φρικτός,φρικτός,χολερικός,δυσάρεστος,φοβερός,φρικτός,αηδιαστικός,κολασμένος

ευχάριστος,φιλικός,νόστιμος,απολαυστικό,καλός,ευγνώμων,ικανοποιητικός,ωραίο,νόστιμος,ευχάριστος

revulsion => αποστροφή, revulse => αποστροφή, revue => επιθεώρηση, revolving fund => Περιστρεφόμενο κεφάλαιο, revolving door => Περιστροφική πόρτα,