Greek Meaning of hellish

κολασμένος

Other Greek words related to κολασμένος

Definitions and Meaning of hellish in English

Wordnet

hellish (s)

(informal) very unpleasant

extremely evil or cruel; expressive of cruelty or befitting hell

Webster

hellish (a.)

Of or pertaining to hell; like hell; infernal; malignant; wicked; detestable; diabolical.

FAQs About the word hellish

κολασμένος

(informal) very unpleasant, extremely evil or cruel; expressive of cruelty or befitting hellOf or pertaining to hell; like hell; infernal; malignant; wicked; de

φρικτός,φοβερός,αποτρόπαιος,φρικτός,συγκλονιστικό,αποκρουστικός,αποτρόπαιος,αποτρόπαιος,φρικτός,κακός

νόστιμος,απολαυστικό,ουράνιος,γλυκό,ευχάριστος,φιλικός,γοητευτικός,φιλικός,ονειρικός,χαρούμενος

hellion => διάβολος, hellier => φωτεινότερος, hellhound => κυνομαχία, hellhole => κόλαση, hell-haunted => στοιχειωμένη από την κόλαση,