Greek Meaning of seamy
σαθρό
Other Greek words related to σαθρό
- εγκληματίας
- ύποπτος
- ανήθικος
- βρώμικος
- ανήθικος
- δυσάρεστος
- κακός
- κακός
- βάση
- Εξευτελιστικός
- άτιμος
- ατιμωτικός
- ντροπιαστικός
- Άτιμος
- κακός
- ταπεινωτικός
- περιβόητος
- άδικος
- Ύποπτος
- ποταπός
- διαβόητος
- ντροπιαστικός
- σκιερός
- κακής ποιότητας
- ντροπαλός
- αμαρτωλός
- αγενής
- κακός
- φαύλος
- κακός
- χρεωστικός
- κατηγορητέος
- άξιος μομφής
- κατευνασμένος
- διεφθαρμένος
- εκφυλισμένος
- διεστραμμένος
- διεφθαρμένος
- Γιγαρτάδικος
- παιχνιδιάρικο
- ατιμωτικός
- χαλαρός
- Χαμηλός
- μέση τιμή
- διεστραμμένος
- κατακριτέος
- άσωτος
- σάπιο
- άδικος
- λάθος
- αξιοπρεπής
- ηθικός
- καλός
- ειλικρινής
- έντιμος
- νόμιμο
- ηθικός
- ευγενής
- περίβλεπτος
- Ευσυνείδητος
- αξιόπιστος
- σεβαστός
- δίκαιος
- κατακόρυφος
- εξουσιοδοτημένος
- Καθαρός
- Σωστό
- ευπρεπής
- ενέκρινε
- σεβαστός
- ενδεικτικό
- μόνο
- αδειοδοτημένος
- επιτρεπτός
- επιτρεπτός
- κατάλληλος
- φημισμένος
- σεβαστός
- τιμημένος
- εγκρίθηκε
- άμεμπτος
- αξιέπαινος
- αξιόπιστος
- κυρώσεις
- πρέπουσα
Nearest Words of seamy
Definitions and Meaning of seamy in English
seamy (s)
showing a seam
morally degraded
seamy (a.)
Having a seam; containing seams, or showing them.
FAQs About the word seamy
σαθρό
showing a seam, morally degradedHaving a seam; containing seams, or showing them.
εγκληματίας,ύποπτος,ανήθικος,βρώμικος,ανήθικος,δυσάρεστος,κακός,κακός,βάση,Εξευτελιστικός
αξιοπρεπής,ηθικός,καλός,ειλικρινής,έντιμος,νόμιμο,ηθικός,ευγενής,περίβλεπτος,Ευσυνείδητος
seamstressy => μοδίστρα, seamstress => Μοδίστρα, seamster => ράφτης, seamount => Υφαλοβουνό, seamless => απρόσκοπτα,