Greek Meaning of gamy
παιχνιδιάρικο
Other Greek words related to παιχνιδιάρικο
- αηδιαστικός
- απενεργοποιημένος
- πικάντικο
- πικάντικο
- υποδηλωτικός
- αγρόκτημα
- άσεμνος
- μπλε
- γήινος
- άτακτος
- Απρεπής
- χυδαίος
- αλμυρός
- Αδημοσίευτο
- άσεμνος
- Ρισκάδο
- Χοντρός
- χονδρόκοκκο
- ακατέργαστος
- Βρόμικος
- φάουλ
- υδρορροή
- άσεμνος
- απρεπής
- απρεπής
- άσεμνος
- Τσιμιτώντας
- αποδυτήρια
- βρώμικο
- άσεμνος
- άσεμνος
- άσεμνος
- ελάφι
- Μη εκτυπώσιμο
- χυδαίος
- ζεστός
- Ακατάλληλο για ανηλίκους
Nearest Words of gamy
Definitions and Meaning of gamy in English
gamy (s)
suggestive of sexual impropriety
(used of the smell of meat) smelling spoiled or tainted
willing to face danger
gamy (a.)
Having the flavor of game, esp. of game kept uncooked till near the condition of tainting; high-flavored.
Showing an unyielding spirit to the last; plucky; furnishing sport; as, a gamy trout.
FAQs About the word gamy
παιχνιδιάρικο
suggestive of sexual impropriety, (used of the smell of meat) smelling spoiled or tainted, willing to face dangerHaving the flavor of game, esp. of game kept un
αηδιαστικός,απενεργοποιημένος,πικάντικο,πικάντικο,υποδηλωτικός,αγρόκτημα,άσεμνος,μπλε,γήινος,άτακτος
Καθαρός,αξιοπρεπής,ακίνδυνος,ακίνδυνος,Σωστό,ευπρεπής,ζωηρός,ευγενικός,μωροφιλόδοξος,σφιγμένος
gamut => γκάμα, gamow => Γκάμοφ, gamosepalous => Γαμοσέπαλος, gamophyllous => γαμοπέταλος, gamopetalous => Συμπέταλες,