Greek Meaning of salty
αλμυρός
Other Greek words related to αλμυρός
Nearest Words of salty
- saltwort family => Οικογένεια των χλοοµυρτιδών
- saltwort => Αρμυρίθρα
- saltworks => (αλοπήγιο) αλοπήγιο
- saltwater fish => Ψάρια αλμυρού νερού
- saltwater => αλμυρό νερό
- saltshaker => αλατοδοχείο
- salt-rising bread => Παξιμάδια αλατιού
- saltpetrous => νιτροπετρικός
- saltpetre => Νιτρική
- saltpeter => νιτρικό κάλιο
Definitions and Meaning of salty in English
salty (s)
engagingly stimulating or provocative
one of the four basic taste sensations; like the taste of sea water
salty (a)
containing or filled with salt
salty (a.)
Somewhat salt; saltish.
FAQs About the word salty
αλμυρός
engagingly stimulating or provocative, containing or filled with salt, one of the four basic taste sensations; like the taste of sea waterSomewhat salt; saltish
Αλάτι,υφάλμυρος,αλμυρός,αλατούχος,σκληρός
καθαρός,γλυκό,σαφής,άνοστος,Γλυκό νερό
saltwort family => Οικογένεια των χλοοµυρτιδών, saltwort => Αρμυρίθρα, saltworks => (αλοπήγιο) αλοπήγιο, saltwater fish => Ψάρια αλμυρού νερού, saltwater => αλμυρό νερό,