Greek Meaning of rewet

υγραίνω εκ νέου

Other Greek words related to υγραίνω εκ νέου

Definitions and Meaning of rewet in English

Webster

rewet (n.)

A gunlock.

FAQs About the word rewet

υγραίνω εκ νέου

A gunlock.

κάρφωμα,FLUSH,αρδεύω,Λάβα,ξέβγαλμα,κορεσμός,παφλασμός,Ενυδατώνω,πλύσιμο ξανά,υγρός

Αφυδατώνω,ξεραίνω,ξηρός,εξατμίζω,ξεραίνω,σοτάρω,στύβω,Αφυδάτωση,Αφυγραίνω,Στέγνωμα με στάξιμο

rewel bone => Πλευρά, rewe => ρεμέ, rewa-rewa => Ρέουα-ρέουα, rewardless => ανεπιβράβευτος, rewardingly => εποικοδομητικά,